διεκβαίνω

διεκβαίνω
διεκβαίνω (Α) [εκβαίνω]
1. διέρχομαι και στη συνέχεια εξέρχομαι
2. απαριθμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδιέκβατος — η, ο (Μ ἀδιέκβατος, ον) [διεκβαίνω] 1. αυτός που δεν έχει διέκβαση, διέξοδο, αδιέξοδος 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”